-
1 στιγμή
στιγμή, ῆς, ἡ first ‘point’ (Aristot. et al.), then of someth. quite insignificant (Demosth. et al.), finally specif. of time, a moment (Plut.; M. Ant. 2, 17; Vett. Val. 131, 4; 239, 11 ἐν στιγμῇ; Is 29:5; 2 Macc 9:11), more fully στιγμὴ χρόνου (Plut., Mor. 13b; Ps.-Plut., Mor. 104b from Demetr. Phaler., Fgm. 79 [ed. FWehrli ’49]) Lk 4:5. Lit., s. ῥιπή.—DELG s.v. στίζω 2. M-M. TW. -
2 στιγμή
στιγμή, ἡ, das Punktiren, Stechen. u. der mit einem spitzigen Werkzeuge gemachte Punkt, Sp. – Der Punkt, Arist. eth. 10, 4, 4, Euclid. u. A.; dah. auch das Unbedeutendste, Kleinste, εἴ γε εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων ὧν κατεσκεύαζε, Dem. 21, 115. – Bei den Gramm. der Punkt als Interpunktionszeichen, wic μέση στιγμή das Kolon.
-
3 στιγμή
-
4 στιγμῇ
-
5 στιγμή
στιγμή, ἡ, das Punktieren, Stechen. u. der mit einem spitzigen Werkzeuge gemachte Punkt. Der Punkt; dah. auch das Unbedeutendste, Kleinste. Bei den Gramm. der Punkt als Interpunktionszeichen, wie μέση στιγμή das Kolon -
6 στιγμη
-
7 στιγμή
στιγμήspot: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
8 στιγμή
η1) точка (в разн. знач);τελεία στιγμή — грам, точка;
άνω στιγμή — точка с запятой;
2) миг, мгновение; момент;τη στιγμή πού... — в тот момент, когда...;
την ίδια στιγμή — в то же мгновение;
κατάλληλη στιγμή — удобное время, удобный момент, случай;
μιά στιγμή, παρακαλώ! — вас можно на минуточку?;
περίμενε μιά στιγμή — подожди минутку;
σε μιά στιγμή — в один момент, в одно мгновение, в один миг;
από στιγμή σε στιγμή — с минуты на минуту;
απ' αυτή τη στιγμή — с этих пор, с сегодняшнего дня; — с тех пор;
ούτε στιγμή — ни минуты, ни на минуту;
γιά μιά στιγμή μού πέρασε απ' το μυαλό ( — или νου) — у меня мелькнула (мимолётная) мысль; — меня осенило;
3) полигр, пункт -
9 στιγμή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στιγμή
-
10 στιγμή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στιγμή
-
11 στιγμή
στιγ-μή, ἡ,2 mathematical point, Arist.Top. 108b26, EN 1174b12, de An. 427a10, al., Apollod.Stoic.3.259; ὅσον σ. αἱματίνη 'a speck of blood', Arist.HA 561a11.3 metaph. of anything very small, jot, tittle,εἴ γ' εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων D.21.115
, cf. Men.1067; of time, Simon. 196, LXX Is.29.5; ἐν σ. χρόνου in a moment, Ev.Luc.4.5;σ. χρόνου ὁ βίος Plu.2.13a
, cf. AP7.472 (Leon.); ἐν ς. without χρόνου, Vett.Val.131.4; στιγμῇ καιρο,= puncto temporis, Gloss. -
12 στιγμή
мгновение, миг, точка.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στιγμή
-
13 στιγμῇ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στιγμῇ
-
14 στιγμή
[стигми] ουσ. Θ. минута, миг, мгновенье, момент,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στιγμή
-
15 στιγμή
-ῆς + ἡ N 1 0-0-1-0-1=2 Is 29,5; 2 Mc 9,11(a brief) moment Is 29,5κατὰ στιγμὴν ἐπιτεινόμενος increasing every moment 2 Mc 9,11 -
16 στιγμή
[стигми] ουσ θ минута, миг, мгновенье, момент. -
17 στιγμή
an, lahza -
18 στιγμή
1) instant2) moment -
19 στιγμή
chwila (f) rzecz. -
20 στιγμή
1) chvíle2) okamžik
См. также в других словарях:
στιγμῇ — στιγμή spot fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμή — spot fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… … Dictionary of Greek
στιγμή — η 1. ελάχιστη χρονική διάρκεια: Έφτασε στη στιγμή. – Σε μια στιγμή το σπίτι έπεσε. 2. κατάλληλος χρόνος, ευκαιρία: Ήρθε η στιγμή να πάρεις εκδίκηση. 3. σημείο στίξης: Στο τέλος ενός κώλου περιόδου βάζουμε άνω στιγμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στίγμη αἱματίνη ἐν τῷ λευκῷ ἡ καρδία: τοῦτο δὲ τὸ σημεῖον πηδᾷ καὶ κινεῖται, ὥσπερ ἔμψυχον. — См. Животрепещущий … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
στιγμαῖς — στιγμή spot fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμαί — στιγμή spot fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμῆς — στιγμή spot fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμήν — στιγμή spot fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμῶν — στιγμή spot fem gen pl στιγμός pricking masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek